- κατανικώμαι
- κατανικώμαι, κατανικήθηκα, κατανικημένος βλ. πίν. 61
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
περικρατώ — έω, ΜΑ [κρατώ] είμαι κύριος κάποιου, ασκώ απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή σε κάτι, εξουσιάζω, κυριαρχώ αρχ. 1. κρατώ κάτι σταθερά («καὶ ἢν περικρατέῃ τῇ χειρὶ τὸ βέλος», Ιπποκρ.) 2. νικώ, κατισχύω 3. επικρατώ («ἐξ ἧς δὴ τῶν παθῶν ὁ λογισμὸς… … Dictionary of Greek
συνδάμναμαι — Α καταβάλλομαι ολοκληρωτικά, κατανικώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δάμνημι «δαμάζω, καταβάλλω»] … Dictionary of Greek